Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ερειπώνομαι
ρήμα παθητικό
1
diserta`re
2
anda`re in rovi`na
ερειπώνω
ρήμα μεταβατικό
ridu`rre in rovi`na
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ερειπωμένος
ερείπωση >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ερεθιστικός
[επίθ.]
ερείκη
{ερεικών}
ερείπια
[ουσ ουδ πληθ.]
ερείπιο
{ερειπί-ου...
ερειπωμένος
[επίθ.]
ερειπώνομαι
[ρ. παθ.]
ερειπώνω
{ερείπω-σα...
ερείπωση
[θηλ.ουσ]
ερεισίνωτο
{ερεισινώτ...
έρεισμα
{ερείσμ-ατ...
ερέτης
{ερετών}
ερευγμός
[ουσ αρσ ]
έρευνα
{-ας κ. (λ...
ερευνητής
{ερευνητρι...
ερευνητικός
[επίθ.]
ερευνητός
[επίθ.]
ερευνήτρια
{ερευνητρι...
ερευνώ
{ερευνάς.....
ερευνώμαι
[ρ. παθ.]
ερευνών
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis