Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ερειπώνομαι
ρήμα παθητικό

1 diserta`re
2 anda`re in rovi`na

ερειπώνω  
ρήμα μεταβατικό

ridu`rre in rovi`na

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ερειπωμένος ερείπωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---