Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέρεισμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 soste`gno ~m~, appo`ggio ~m~, suppo`rto ~m~ 2 ((figurato)) base ~f~, fondame`nto ~m~ θεωρία χωρίς έρεισμα == teoria priva di fondamento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |