Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εργολαβία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 εργοληψία assunzio`ne ~f~ di un appa`lto
2 εταιρία impre`sa ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εργοθεραπεία εργολαβικός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πέρνω κάτι εργολαβία = prendere qualcosa in appalto


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---