Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεργολάβος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό 1 appaltato`re ~m~ 2 costrutto`re ~m~, imprendito`re ~m~ edi`le 3 gastronomia bisco`tto ~m~ di pasta di mandorle +++ εργολάβος κηδειών == impresario di pompe funebri permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |