Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέργο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 lavo`ro ~m~ δημόσια έργα == lavori pubblici | καταναγκαστικά έργα == lavori forzati 2 o`pera ~f~ τα έργα του Θεού == le opere del Creatore, il Creato | έργα τέχνης == opere d'arte 3 opera`to ~m~, o`pera ~f~ ασκώ κριτική στο έργο της κυβέρνησης == criticare l'operato del governo 4 o`pera ~f~ lettera`ria / teatra`le, spetta`colo ~m~ teatra`le, film ~m~ 5 co`mpito ~m~, o`bbligo ~m~, dove`re ~m~ δεν είναι δικό μου έργο να σου κάνω τη μαγείρισσα! == non è compito mio farti da cuoca! 6 azio`ne ~f~, o`pera ~f~, attività ~f~ αισχρά έργα == azioni vergognose | φιλανθρωπικά έργα == opere di carità / di bene | συνεχίζει το έργο του πατέρα του == porta avanti l'opera del padre 7 fisica lavo`ro ~m~ είναι ευχής έργον να… == è auspicabile che… | τίθεμαι επί το έργού == mettersi all'opera έργον ουσιαστικό ουδέτερο variante di [έργο] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |