Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεργοδηγός
ουσιαστικό αρσενικό 1 diretto`re ~m~ dei lavo`ri, capo ~m~ cantie`re, geo`metra ~m~ 2 nelle fabbriche caporepa`rto ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |