Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεργένης
ουσιαστικό αρσενικό sca`polo ~m~, ce`libe ~m~ εργένισσα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [εργένης ^-η, ο^] 2 nu`bile ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |