Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεργάτες
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός persona`le ~m~ εργάτης ουσιαστικό αρσενικό opera`io ~m~, lavorato`re manua`le εργάτης οικοδομών == operaio edile | ειδικευμένος εργάτης == operaio specializzato | ανειδίκευτος εργάτης == operaio non specializzato | εργάτης του χρωστήρα == artista del pennello | οι εργάτες του πνεύματος == i lavoratori della mente, i lavoratori intellettuali | οι εργάτες του καλάμού == i lavoratori della penna εργάτρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [εργάτης ^-η, ο^] 2 opera`ia ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |