Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εργαστήρι
ουσιαστικό ουδέτερο

laborato`rio ~m~

εργαστήριο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 laborato`rio ~m~ εργαστήριο χρυσοχoΐας == laboratorio di oreficeria | μικρoβιoλoγικό εργαστήριο == laboratorio microbiologico / di analisi
2 botte`ga ~f~ d'artigia`no ξυλoυργικό εργαστήριο == bottega di falegname
3 stu`dio ~m~ το εργαστήρι ενός ζωγράφου == lo studio di un pittore

εργαστήριον
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [εργαστήριο]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εργασιοθεραπεία εργαστηριακός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---