Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εισηγητής {-ή κ. (λό... είσπραξη {-ης κ. -ά...
εισηγητικός [επίθ.] εισπράξιμος [επίθ.]
εισηγήτρια {εισηγητρι... εισπράττομαι Ρ αόρ. εισ...
εισηγούμαι {εισηγείσα... εισπράττω {εισέπραξα...
εισιτήριο {εισιτηρί-... εισρέω Ρ αόρ. εισ...
εισιτηριοπώλης [ουσ αρσ ] εισροή [θηλ.ουσ]
εισιτήριος [επίθ.] εισρόφηση {-ης κ. -ή...
εισκομίζω [ρ. μτβ.] εισφέρω {εισέφερα}...
εισόδημα {εισοδήμ-α... εισφορά [θηλ.ουσ]
εισοδήματα [ουσ ουδ πληθ.] εισχώρηση {-ης κ. -ή...
εισοδηματίας {(θηλ. γεν... εισχωρώ {εισχωρείς...
εισοδηματικός [επίθ.] είτε [σύνδ.]
εισοδιάζω [ρ. μτβ.] έιτζ [ουσ ουδ.]
είσοδος {εισόδ-ου ... εκ [πρόθ.]
εισόρμηση [θηλ.ουσ] έκαστος {εκάστ-ου ...
εισορμώ {εισορμάς.... εκάστοτε [επίρ.]
εισπνεόμενος [επίθ.] εκάτερος {εκατέρ-ου...
εισπνέω {εισέπνευσ... εκατέρωθεν [επίρ.]
εισπνέων [επίθ.] εκατό [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
εισπνοή [θηλ.ουσ] εκατό [ουσ ουδ.]
εισπρακτέος [επίθ.] εκατόγραμμο [ουσ ουδ.]
εισπράκτορας {(θηλ. εισ... εκατογχιλιόγραμμο [ουσ ουδ.]
εισπρακτορίνα [θηλ.ουσ] εκατόκιλο [ουσ ουδ.]
εισπρακτόρισσα [θηλ.ουσ] εκατόλιτρο [ουσ ουδ.]
εισπράξεις [θηλ. ουσ πληθ.] εκατόμβη {εκατομβών...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: