Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δολοφονημένος [επίθ.] δονκιχοτισμός [ουσ αρσ ]
δολοφονία {δολοφονιώ... δονκιχωτικός [επίθ.]
δολοφονικός [επίθ.] δονκιχωτισμός [ουσ αρσ ]
δολοφόνισσα [θηλ.ουσ] δονούμαι [ρ. παθ.]
δολοφόνος [ουσ αρσ και θηλ.] δονούμενος [επίθ.]
δολοφονώ {δολοφονεί... δοντάκι [ουσ ουδ.]
δόλωμα {δολώμ-ατο... δοντάς {δοντάδες}
δολωμένος [επίθ.] δόντι {δοντ-ιού ...
δολώνω (δόλ-ωσα, ... δοντιά [θηλ.ουσ]
δομένος [ουσ αρσ ] δοντού {δοντούδες...
δομή [θηλ.ουσ] δονώ {δονείς......
δομημένος [επίθ.] δόξα [θηλ.ουσ]
δόμηση {-ης κ. -ή... δοξάζομαι [ρ. παθ.]
δόμησις [θηλ.ουσ] δοξάζω {δόξασ-α, ...
δομικός [επίθ.] δοξάρι {δοξαρ-ιού...
δομινικανή [θηλ.ουσ] δοξαριά [θηλ.ουσ]
δομινικανός [επίθ.] δοξαρωτός [επίθ.]
δομώ {δομείς...... δοξασία {δοξασιών}
δον [ουσ αρσ ] δοξασμένος [επίθ.]
δόνα {χωρ. πληθ... δοξαστικός [επίθ.]
δονζουάν [ουσ αρσ ] δοξολογημένος [επίθ.]
δονημένος [επίθ.] δοξολογία {δοξολογιώ...
δόνηση {-ης κ. -ή... δοξολογώ {δοξολογεί...
δονητής [ουσ αρσ ] δοξολογών [ουσ αρσ ]
δονκιχοτικός [επίθ.] δορά [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: