Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδονούμαι
ρήμα παθητικό 1 vibra`re 2 ((figurato)) fre`mere, palpita`re, emoziona`rsi δονώ ρήμα μεταβατικό 1 far vibra`re; scuo`tere δονώ τις χορδές μιας κιθάρας==far vibrare le corde di una chitarra 2 ((figurato)) commuo`vere; scuo`tere; emoziona`re τα λόγια τον δονούσαν το πλήθος==le sue parole emozionarono la folla permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |