Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δοξάζομαι
ρήμα παθητικό

1 gloria`rsi
2 vanta`rsi
3 copri`rsi di glo`ria

δοξάζω  
ρήμα μεταβατικό

1 onora`re; elogia`re; glorifica`re; riempi`re di ono`ri όπου κι αν πήγαινε, τον δόξαζαν==dovunque andasse, lo elogiavano
2 ringrazia`re; re`ndere gra`zia να δοξάζεις το Θεό που βγήκες σώος και αβλαβής==ringrazia il Signore che sei sano e salvo
3 adora`re δοξάζει μόνο το χρήμα==adora soltanto il denaro
4 onora`re; fare ono`re; re`ndere glo`ria; glorifica`re δόξασε την πατρίδα του==ha fatto orrore alla sua patria

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δόξα δοξάρι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---