Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δόξα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 celebrità ~f~; fama ~f~
2 gloria ~f~ στο απόγειο της δόξας του==all'apice della gloria
3 ((popolare)) arcobale`no ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δονώ δοξάζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---