Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδόντι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 anatomia dente ~m~ με πονάει το δόντι μου==mi fa male il dente | το μωρό έβγαλε δόντια==il bambino ha messo i denti 2 di oggetti dente ~m~ τα δόντια τον πριονιού==i denti della sega+++μιλάω έξω απ' τα δόντια==parlare fuori dai denti | τρίζω τα δόντια σε κάποιον==mostrare i denti a qualcuno | οπλισμένος ως τα δόντια==armato sino ai denti | έχει δόντι==è raccomandato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |