Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δοντάς  
ουσιαστικό αρσενικό

denta`to ~m~

δοντού
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [δοντάς]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δοντάκι δόντι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---