Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δολοφόνισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [δολοφόνος ^-ου, ο^]
2 omici`da ~f~, assassi`na ~f~
3 chi rovina; chi distrugge

δολοφόνος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 omici`da ~mf~, assassi`no ~m~
2 chi rovina; chi distrugge αυτός είναι ο δολοφόνος της καριέρας μου==è stato lui a rovinare la mia carriera

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δολοφονικός δολοφονώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---