Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δομή  
ουσιαστικό θηλυκό

struttu`ra ~f~ ((anche in senso figurato)) η δομή της κοινωνίας==la struttura della società | η δομή ενός μυθιστορήματος==la struttura di un romanzo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δομένος δομημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---