Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δόνηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 scossa ~f~ σεισμικές δονήσεις==scosse sismiche
2 vibrazio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δονημένος δονητής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---