Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δον  
ουσιαστικό αρσενικό

come titolo nobiliare don [mi] δον Ζουάν==don Giovanni

δόνα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [δον ^-, ο^]
2 come titolo nobiliare donna ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δομώ δονζουάν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---