Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδόμηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 costruzio`ne ~f~; edificazio`ne ~f~ συντελεστής δόμησης==indice di edificabilità 2 ((figurato)) articolazio`ne ~f~; strutturazio`ne ~f~ δόμησις ουσιαστικό θηλυκό variante letteraria di [δόμηση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |