Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδόλωμα
ουσιαστικό ουδέτερο esca ((anche in senso figurato)) η αστυνομία τη χρησιμοποίησε για δόλωμα==la polizia l'ha usata come esca | τσιμπάω το δόλωμα==abboccare all'amo, essere preso all'amo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |