Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δόλωμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

esca ((anche in senso figurato)) η αστυνομία τη χρησιμοποίησε για δόλωμα==la polizia l'ha usata come esca | τσιμπάω το δόλωμα==abboccare all'amo, essere preso all'amo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δολοφονώ δολωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---