Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδολοφονία
ουσιαστικό θηλυκό omici`dio ~m~; assassi`nio ~m~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη απόπειρα δολοφονίας = tentato omicidio [αρσ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |