Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δολοπλοκώ  
ρήμα αμετάβατο

intriga`re; macchina`re δολοπλοκώ εναντίον κάποιου==tramare contro qualcuno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δολοπλόκος δόλος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---