Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δόλος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 frode ~f~; inga`nno; raggi`ro ~m~
2 diritto dolo ενεργώ χωρίς δόλο==agire senza dolo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δολοπλοκώ δολοφονημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---