Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διωκτικός [επίθ.] δοθιήνωση {-ης κ. -ώ...
διώκτρια {διωκτριών... δοιάκι {δοιακ-ιού...
διώκω {δίω-ξα, -... δόκανο {δοκάνων}
διωνυμικός [επίθ.] δοκάρι {δοκαρ-ιού...
διώνυμο [ουσ ουδ.] δοκάρια [θηλ.ουσ]
διώνυμος [επίθ.] δοκάριο [ουσ ουδ.]
δίωξη {-ης κ. -ώ... δοκησίσοφος [επίθ.]
διώξιμο [ουσ ουδ.] δοκιμάζομαι [ρ. παθ.]
δίωρος [επίθ.] δοκιμάζω {δοκίμασ-α...
διώροφος [επίθ.] δοκιμασία {δοκιμασιώ...
διώρυγα {διωρύγων} δοκιμασμένος [επίθ.]
δίωρυξ [θηλ.ουσ] δοκιμαστήριο {δοκιμαστή...
διωστήρ [ουσ αρσ ] δοκιμαστής {δοκιμαστρ...
διώχνω {έδιωξα, δ... δοκιμαστικά [επίρ.]
δοβλέτι [ουσ ουδ.] δοκιμαστικός [επίθ.]
δόγης {δόγηδες} δοκιμάστρια {δοκιμαστρ...
δόγισσα {δογισσών} δοκιμή [θηλ.ουσ]
δόγμα {δόγμ-ατος... δοκίμι {δύσχρ. δο...
δογματίζω {δογμάτισα... δοκίμιο {δοκιμί-ου...
δογματικά [επίρ.] δοκιμιογραφία [θηλ.ουσ]
δογματική [θηλ.ουσ] δοκιμιογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
δογματικός [επίθ.] δόκιμος [επίθ.]
δογματισμός [ουσ αρσ ] δόκιμος [ουσ αρσ ]
δογματιστής [ουσ αρσ ] δοκός [θηλ.ουσ]
δοθιήνας [ουσ αρσ ] δοκούν [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: