Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιώκτης
ουσιαστικό αρσενικό persecuto`re ~m~ διώκτρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [διώκτης ^-η, ο^] 2 persecutri`ce ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |