Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διψώ  
ρήμα αμετάβατο

1 ave`re sete δίψασα από το πολύ περπάτημα==dal tanto camminare, mi è venuta sete
2 ((figurato)) ave`re sete; e`ssere asseta`to di διψά για λίγη στοργή==ha sete di un po' d'affetto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διψήφιος διωγμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---