Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διώκομαι
ρήμα παθητικό

1 diritto di reato e`ssere persegui`bile
2 diritto di persona e`ssere persegui`to in giudi`zio

διώκω  
ρήμα μεταβατικό

1 scaccia`re; manda`re via
2 diritto persegui`re un rea`to
3 diritto persegui`re qualcu`no in giudi`zio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διωδία διώκτης  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


διώκω ποινικά = perseguire penalmente


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---