Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δόγισσα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [δόγης ^-η, ο^]
2 dogaressa ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δόγης δόγμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---