Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δοκάρι  
ουσιαστικό ουδέτερο

edilizia tra`ve ~f~

δοκάριο
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [δο|κά|ρι]

δοκός
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [δοκάρι ^-ιού, το^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δόκανο δοκάρια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---