Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δοκιμασία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 prova έβαλαν σε δοκιμασία την τιμιότητά του==hanno messo a prova la sua onestà
2 βάσανο sventu`ra; prova ~f~ πέρασε από πολλές δοκιμασίες στη ζωή του==nella sua vita, è passato attraverso molte prove

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δοκιμάζω δοκιμασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---