Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδοκιμασία
ουσιαστικό θηλυκό 1 prova έβαλαν σε δοκιμασία την τιμιότητά του==hanno messo a prova la sua onestà 2 βάσανο sventu`ra; prova ~f~ πέρασε από πολλές δοκιμασίες στη ζωή του==nella sua vita, è passato attraverso molte prove permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |