Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δοκιμή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 prova ~f~ γενική δοκιμή==prova generale | προϊόν υπό δοκιμήν==prodotto in prova
2 τροφές assa`ggio ~m~
3 meccanica colla`udo ~m~; contro`llo ~m~
4 tentati`vo ~m~; prova ~f~ κάνε μια τελευταία δοκιμή να του μιλήσεις==fa' un ultimo tentativo; parlagli! | μια δοκιμή δεν βλάπτει==tentar non nuoce

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δοκιμάστρια δοκίμι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---