Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δόκτορας  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 chi ha consegui`to il dottora`to di rice`rca
2 ((popolare)) me`dico ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δοκούν δοκτορέσα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---