Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
δόκιμος
επίθετο
1
prova`to; riconosciu`to; collauda`to
δόκιμος ζωγράφος==pittore riconosciuto
2
linguistica
afferma`to nell'uso
3
ecclesiastico
novizio
δόκιμος μοναχός==novizio
δόκιμος
ουσιαστικό αρσενικό
militare
cade`tto ~m~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< δοκιμιογράφος
δοκός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
δοκιμή
[θηλ.ουσ]
δοκίμι
{δύσχρ. δο...
δοκίμιο
{δοκιμί-ου...
δοκιμιογραφία
[θηλ.ουσ]
δοκιμιογράφος
[ουσ αρσ και θηλ.]
δόκιμος
[επίθ.]
δόκιμος
[ουσ αρσ ]
δοκός
[θηλ.ουσ]
δοκούν
[ουσ ουδ.]
δόκτορας
{χωρ. γεν....
δοκτορέσα
[θηλ.ουσ]
δόκτωρ
{δόκτορος}
δολάριο
{δολαρί-ου...
δολερά
[επίρ.]
δολερός
[επίθ.]
δολερότητα
[θηλ.ουσ]
δόλια
[επίρ.]
δολιεύομαι
{δολιεύθηκ...
δολιευτικός
[επίθ.]
δόλιος {1}
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis