Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δοκιμαστής  
ουσιαστικό αρσενικό

assaggiato`re ~m~; degustato`re ~m~ δοκιμαστής κρασιών==assaggiatore di vini; sommelier

δοκιμάστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [δοκιμαστής ^-ή, ο^]
2 assaggiatri`ce ~f~; degustatri`ce ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δοκιμαστήριο δοκιμαστικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---