Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδοκιμάζομαι
ρήμα παθητικό e`ssere prova`to, e`ssere messo a dura prova η περιοχή δοκιμάστηκε σκληρά από τους σεισμούς==la zona è stata duramente provata dai terremoti | δοκιμάστηκαν τα νεύρα μου==i miei nervi sono stati messi a dura prova δοκιμάζω ρήμα μεταβατικό 1 prova`re δοκιμάζω ένα ρούχο==provare un vestito 2 φαγιτό assaggia`re; degusta`re δοκιμάζω ένα φαγητό==assaggiare un cibo | δοκιμάζω ένα κρασί==assaggiare un vino 3 tenta`re δοκιμάζω την τύχη μου στη ρουλέτα==tentare la fortuna alla roulette 4 prova`re; senti`re δοκίμασε ζωηρή έκπληξη==ha provato viva sorpresa 5 me`ttere alla prova; prova`re η ζωή τον δοκίμασε σκληρά==la vita lo ha provato duramente 6 prova`re; cerca`re; tenta`re δοκίμασε να με χτυπήσει==ha provato a picchiarmi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |