Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδόκανο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 tagliola ~f~ 2 ((figurato)) tagliola ~f~; trappola ~f~ πιάστηκε στο δόκανο==è caduto nella trappola permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |