Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διώρυγα  
ουσιαστικό θηλυκό

idraulica cana`le ~m~ διώρυγα του Σουέζ==il canale di Suez

δίωρυξ
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [διώρυγα ^-ας, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διώροφος διωστήρ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---