Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδίωξη
ουσιαστικό θηλυκό 1 persecuzio`ne ~f~ 2 diritto il persegui`re un rea`to 3 diritto il persegui`re qualcu`no in giudi`zio permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη υπηρεσία διώξεως ναρκωτικών = nucleo [αρσ.] antidroga Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |