Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιωγμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 caccia`ta ~f~; bando ~m~ ο διωγμός των εισβολέων από τη χώρα==la cacciata degli invasori dal paese 2 ((figurato)) persecuzio`ne ~f~ οι διωγμοί των πρώτων χριστιανών==la persecuzione dei primi cristiani permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |