Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διαμαγνητικός [επίθ.] διαμερίζω {διαμέρι-σ...
διαμαγνητισμός [ουσ αρσ ] διαμέρισμα {διαμερίσμ...
διαμαντένιος [επίθ.] διαμερισματικός [επίθ.]
διαμάντι {διαμαντ-ι... διαμερισμένος [επίθ.]
διαμαντικά [ουσ ουδ πληθ.] διαμερισμός [ουσ αρσ ]
διαμαντόπετρα {χωρ. γεν.... διαμεσολαβώ {διαμεσολα...
διαμαντοστολίζω [ρ. μτβ.] διάμεσος {διαμέσ-ου...
διαμαρτύρηση {-ης κ. -ή... διάμεσος [ουσ αρσ ]
διαμαρτυρία {διαμαρτυρ... διαμέσου [πρόθ.]
διαμαρτύρομαι (διαμαρτυρ... διαμετακομίζω {διαμετακό...
διαμαρτυρόμενη [θηλ.ουσ] διαμετακόμιση [-εις]
διαμαρτυρόμενος {διαμαρτυρ... διαμετακομισμένος [επίθ.]
διαμαρτυρώ {διαμαρτυρ... διαμέτρημα {διαμετρήμ...
διαμάχη {διαμαχών} διαμετρημένος [επίθ.]
διαμάχομαι [ρ. παθ.] διαμετρικά [επίρ.]
διαμαχόμενος [επίθ.] διαμετρικός [επίθ.]
διαμείβομαι αόρ. γ\' π... διάμετρος {διαμέτρ-ο...
διαμελίζω {διαμέλισ-... διαμήκης {διαμήκ-ου...
διαμέλιση [θηλ.ουσ] διαμήνυση [θηλ.ουσ]
διαμελισμένος [επίθ.] διαμηνύω {διαμήνυ-σ...
διαμελισμός [ουσ αρσ ] διαμηχανώμαι [-άσαι, -ά...
διαμελιστής [ουσ αρσ ] διαμιάς [επίρ.]
διαμελιστικός [επίθ.] Διαμίνη [θηλ.ουσ]
διαμένω {διέμεινα}... διαμοιβή [θηλ.ουσ]
διαμένων [επίθ.] διαμοιράζομαι [ρ. παθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: