Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαμοιράζομαι
ρήμα παθητικό 1 divi`dersi 2 fe`ndersi διαμοιράζω ρήμα μεταβατικό divi`dere; sparti`re οι ληστές διαμοίρασαν μεταξύ τους τα κλοπιμαία==i ladri spartirono tra di loro la refurtiva permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |