Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαμπερής  
επίθετο

che trafi`gge; che passa da parte a parte διαμπερές τραύμα==ferita che passa da parte a parte | διαμπερές διαμέρισμα==appartamento che ha finestre sui lati opposti dell'edificio in cui è situato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαμορφώτρια διαμφισβητημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---