Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιάνα
επίρρημα il fare centro; il centra`re il bersa`glio ((anche in senso figurato)) πέτυχες διάνα==hai fatto centro!, l'hai azzeccato! | έκανες διάνα==hai fatto centro!, l'hai azzeccato! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |