Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιανθίζω
ρήμα μεταβατικό 1 infiora`re; adorna`re di fio`ri 2 ((figurato)) infiora`re; abbelli`re; orna`re; arricchi`re διανθίζει την ομιλία τον με περίτεχνες μεταφορές==infiora il suo discorso di brillanti metafore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |