Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διανθίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 infiora`re; adorna`re di fio`ri
2 ((figurato)) infiora`re; abbelli`re; orna`re; arricchi`re διανθίζει την ομιλία τον με περίτεχνες μεταφορές==infiora il suo discorso di brillanti metafore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διανέμω διάνθιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---