Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαμορφωτής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 formato`re ~m~
2 plasmato`re ~m~
3 modulato`re ~m~

διαμορφώτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [διαμορφωτής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαμορφώσιμος διαμορφωτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---