Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαμορφωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [διαμορφώνω]
2 confo`rme
3 forma`to
4 sagoma`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαμονή διαμορφώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---