Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαμορφώνομαι
ρήμα παθητικό 1 delinea`rsi 2 forma`rsi 3 informa`rsi 4 modella`rsi διαμορφώνω ρήμα μεταβατικό 1 sistema`re διαμόρφωσε το δωμάτιο σύμφωνα με τα γούστα της==ha sistemato la stanza secondo i suoi gusti 2 δίνω σχήμα forma`re; plasma`re; forma`rsi διαμορφώνω το χαρακτήρα κάποιου==formare il carattere | διαμορφώνω γνώμη==formarsi, farsi un' opinione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |