Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γλειμμένος [επίθ.] γλιστράω [-άς, -ά] ...
γλειφιτζούρι {δύσχρ. γλ... γλίστρημα [ουσ ουδ.]
γλείφομαι [ρ. παθ.] γλιστρώ {γλιστράς....
γλείφτης [ουσ αρσ ] γλίσχρος [επίθ.]
γλείφτρα {γλειφτρών... γλισχρότητα [θηλ.ουσ]
γλείφω {έγλειψα, ... γλίτσα {χωρ. γεν....
γλειψιματίας [ουσ αρσ ] γλιτσιάζω {γλίτσιασ-...
γλείψιμο [ουσ ουδ.] γλιτσιασμένος [επίθ.]
γλεντάω [ρ. μτβ. και αμετβ.] γλίτωμα [ουσ ουδ.]
γλεντζέδικος [επίθ.] γλιτωμένος [επίθ.]
γλεντζές {γλεντζέδε... γλιτωμός [ουσ αρσ ]
γλεντζού {γλεντζούδ... γλιτώνω (γλίτ-ωσα,...
γλέντι {γλεντ-ιού... γλιτώνω (γλίτ-ωσα,...
γλεντοκοπάω (-) γλοβουλίνη [θηλ.ουσ]
γλεντοκόπημα [ουσ ουδ.] γλοιός [ουσ αρσ ]
γλεντοκόπι [ουσ ουδ.] γλοιότητα [θηλ.ουσ]
γλεντοκόπος [ουσ αρσ ] γλοιώδες [θηλ. ουσ πληθ.]
γλεντοκοπώ {γλεντοκοπ... γλοιωδέστατος [επίθ.]
γλεντώ {γλεντάς..... γλοιωδέστερος [επίθ.]
γλεντώ {γλεντάς..... γλοιώδης [ουσ αρσ ]
γλεύκος {γλεύκ-ους... γλοιωδώς [επίρ.]
γλήγορος [επίθ.] γλοίωμα {γλοιώμ-ατ...
γληνοειδής [επίθ.] γλόμπος [ουσ αρσ ]
γλιστερός [επίθ.] γλουταμίνη {γλουταμιν...
γλίστρα {χωρ. γεν.... γλουταμινικό [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: